καμάκι

καμάκι
harpon

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… …   Dictionary of Greek

  • καμάκι — το αλιευτικό εργαλείο: Τα ψάρια αυτά είναι πιασμένα με το καμάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμακι — κάμαξ vine pole masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμακίζω — [καμάκι] χτυπώ το ψάρι με καμάκι, ψαρεύω με καμάκι …   Dictionary of Greek

  • καμακώνω — [καμάκι] 1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω 2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε») …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • καμακεύω — (Μ) [καμάκι] χτυπώ με καμάκι, με κοντάρι …   Dictionary of Greek

  • καμακιά — η (Μ καμακιά) [καμάκι] χτύπημα με καμάκι νεοελλ. το αποτέλεσμα τής προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκα («σήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά» …   Dictionary of Greek

  • καμακιστής — ο [καμακίζω] αυτός που ψαρεύει με καμάκι, ειδικός στο ψάρεμα με καμάκι, καμακίας …   Dictionary of Greek

  • Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η …   Dictionary of Greek

  • кармак — кормак крючок (с блесной) , астрах., поволжск., причерноморск. (Даль). Заимств. из тат., кыпч., чагат., казах., кирг., алт. karmak крючок (Радлов 2, 216 и след.); см. Мi. ТЕl. 1, 328. Вопреки последнему, источником не было греч. καμάκι, κάμαξ… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”